- Βάαλ
- (Baal). Υπέρτατη θεότητα (σημαίνει Κύριος) αρκετών σημιτικών λαών και πόλεων της Εγγύς Ανατολής και της βόρειας Αφρικής, γνωστή και στους Εβραίους.
Ο Β. εικονιζόταν ένοπλος, με δόρυ στο χέρι και με ένα φωτεινό στεφάνι γύρω στο κεφάλι του, σύμβολο πιθανώς του ήλιου. Τον φαντάζονταν ως ουράνια θεότητα: η βροντή ήταν η φωνή του, οι κεραυνοί τα βέλη του και αυτός έστελνε τη βροχή στη Γη. Τόποι της λατρείας του ήταν κυρίως τα υψώματα, τα σημεία που βρίσκονταν πιο κοντά στον ουρανό (ακόμα και οι ταράτσες των σπιτιών). Τυπικά ιερά αφιερωμένα σε αυτόν ήταν τα μπαμόθ (υψώματα)· τα πιο ολοκληρωμένα από αυτά περιλάμβαναν ένα ξέφωτο που είχε πλάτος περίπου 30 μ. (στο οποίο στεκόταν το κοινό), μια σπηλιά σκαμμένη στον βράχο για τους ιερείς, μερικές πέτρινες στήλες με διάφορα σκαλίσματα (μασεμπόθ) στημένες γύρω από μια μικρότερη στήλη που λεγόταν βαίτυλος, ένα είδος βωμού που τον αποτελούσαν ένας πέτρινος όγκος, κλαδιά ή πάσσαλοι μπηγμένοι στο έδαφος, ένας λάκκος προοριζόμενος για τα κατάλοιπα των θυμάτων και δεξαμενές νερού· όλα αυτά τα περιέβαλε ένα περίφραγμα τοίχου. Φαίνεται ότι προσφέρονταν στον Β. και ανθρώπινες θυσίες. Ο ταύρος ήταν ιερό ζώο της λατρείας του.
Ο Β. είχε μια σύντροφο, τη Βααλάθ (βλ. λ.), γνωστή και με άλλα ονόματα. Ο ίδιος είχε διάφορα ονόματα ή –ακριβέστερα– επίθετα, συχνά σχηματισμένα από το όνομα των τόπων της λατρείας. Αναφέρουμε δύο από αυτά, τα οποία από την εβραϊκή παράδοση έφτασαν έως εμάς, αλλαγμένα σε ονόματα διαβόλων: Μπελφαγκόρ και Μπελζεμπού (Βεελζεβούλ). Το πρώτο σημαίνει Βάαλ τουΦεγκόρ, ενός βουνού μη εξακριβωμένου που βρισκόταν κοντά στη Νεκρά θάλασσα· το δεύτερο, Μπάαλ-Ζεμπούμπ, σημαίνει ίσως Βάαλ των μυγών. Στη Βίβλο αναφέρεται ως αρχηγός των κακών πνευμάτων και οι Φαρισαίοι κατηγόρησαν τον Χριστό ότι έκανε θαύματα στο όνομά του. Οι αρχαίοι Έλληνες ταύτισαν τον Β. με τον Κρόνο και με τον Δία.
Άγαλμα του Βάαλ, που προέρχεται από τη νεκρόπολη της Ρας Σάμρα, της αρχαίας Ουγγαρίτ (Συρία).
Dictionary of Greek. 2013.